- κυνοθρασής
- κῠνο-θρᾰσής, A. Supp.758 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνοθρασεῖς — κυνοθρασής masc/fem acc pl κυνοθρασής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοθαρσής — ή κυνοθρασής, ές (Α) θρασύς σαν σκύλος («κυνοθαρσείς, θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + θαρσής (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ θαρσής λυκο θαρσής] … Dictionary of Greek